Το ανεξάντλητο πηγάδι των κλειστών επαγγελμάτων

τ. 69, Ιούνιος 2012

«Και το ανέκδοτο λέει: “Να ’ναι καλά το πηγάδι”! Διότι αφού αντλούσαν νερό, έβαζαν πολύ λίγο φάρμακο μέσα, και απ’ αυτό πουλούσαν στον πελάτη και ζούσαν. Αυτό ήταν το επαγγελματικό αστείο μας. Βεβαίως, άλλαξε αυτό το πράγμα διότι τα φάρμακα έγιναν πλέον εμπόρευμα και όχι κάτι που το φτιάχνει ο φαρμακοποιός. Όμως δεν άλλαξε η συνήθεια να μην εργάζονται πολύ και να βγάζουν αρκετά λεφτά. Οι φαρμακοποιοί, βλέπετε, είχαν μάθει σε καλά περιθώρια και δεν είχαν λόγο να δουλεύουν παραπάνω απ’ ό,τι ήταν ανάγκη για να βγάζουν αρκετά λεφτά και να ζουν. Αποτέλεσμα; Ο περιορισμός στον αριθμό και την απόσταση μεταξύ των φαρμακείων, καθώς και το ειδικό τους ωράριο». (Από τις Προφορικές Μαρτυρίες του Δημήτρη Μαρινόπουλου και το αρχείο Βοβολίνη - Οικονομική επιθεώρηση, 4ος 2012).

Τα παραπάνω λόγια δεν θα μπορούσαν να αποτελούν την κατακλείδα ούτε την πρωτεύουσα σημασιοδότηση για την σύμπλοκη ιστορία των εργασιακών σχέσεων σε μια περίοδο σχεδόν 200 χρόνων ελληνικής πραγματικότητας. Αποτελούν όμως το συμβολικό πυρήνα ενός μόνιμου ελληνικού στραβοπατήματος, μιας παμπάλαιης ελληνικής διαμαρτίας που δυσμορφεί και αλλοιώνει κάθε προσπάθεια του εθνικού μας κέντρου να χαράξει πορεία σταθερότητας και δικαίου (έχουμε αναφερθεί σχετικά και στο τ. 59, σελ.21).

Όχι όμως μόνο οι φαρμακοποιοί.

Κάθε κλάδος διέθετε το πηγάδι του. Που περιτοιχιζόταν -όσο τα επαγγέλματα κλείνονταν-, όπως περιτοίχιζαν οι κατασκευαστές του πηγαδιού ό,τι θεωρούσαν πως τους ανήκει. Αυτό ακριβώς το πηγάδι -αν το φανταστούμε σε κάτοψη μοιάζει με το μηδέν- αποτελεί το συμβολικό πυρήνα ενός παμπάλαιου ελληνικού φαντασιακού πλημμυρισμένου από την ιδέα της ύπαρξης μιας αέναης πλουτοφόρου φλέβας που περιμένει το δικό μας χτύπημα για να αποκαλυφθεί (αυτό αποτελεί την ελληνική διαμαρτία που προαναφέραμε).

Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει και η ετυμολογία του πηγαδιού που προέρχεται από την «πηγή» και το αρχαιοελληνικό ρήμα «πήγνυμι» όπου η συνηθέστερη -μα όχι η μόνη- ερμηνεία του σήμαινε: μπήζω πάσσαλο!

Πέρα όμως από τον παιγνιώδη συμβολισμό του πηγαδιού, ο λόγος που αρχίσαμε με αυτήν τη χιουμοριστική εξομολόγηση του Δημ. Μαρινόπουλου (ιδρυτή της γνωστής αλυσίδας φαρμακείων) το κείμενό μας, είναι πως αυτή η διάσταση της δια βίου εξασφάλισης που υποκρύπτεται στο ελληνικό φαντασιακό θα αποτελέσει ένα είδος ραχοκοκαλιάς πάνω στην οποία θα στηριχτεί η ματιά μας γύρω από τα κλειστά επαγγέλματα.

Η άποψη για τις αγνές εργατικές διεκδικήσεις και τους ανυπέρβλητους ταξικούς αγώνες -άποψη με την οποία πορεύτηκε μια σημαντική μερίδα της ιστοριογραφίας- δεν μας καλύπτει πλήρως. (Βλέπε π.χ. H ιστορία του εργατικού κινήματος, Γ. Κορδάτος).

Δεν μας καλύπτει όμως απόλυτα και η άποψη ότι στην Ελλάδα δεν έχουν καν διαμορφωθεί οι τάξεις ή κάποια ταξική συνείδηση που θα πάλευε για την πραγματοποίηση συγκεκριμένων στόχων. (Βλέπε π.χ. Ελληνική οικονομία και βιομηχανική επανάσταση, Γ. Δερτιλής).

Και οι δύο παραπάνω θεάσεις διεκδικούν -λιγότερο ή περισσότερο- κάποιο μερίδιο αλήθειας. Ωστόσο, προκειμένου να ερμηνευθεί η πορεία των κλειστών επαγγελμάτων στην Ελλάδα, πειστικότερο εργαλείο και άξονας ερμηνείας αποτελεί ο όρος ηθική οικονομία που εισήγαγε ο Άγγλος ιστορικός Ε.P. Thompson στην προσπάθειά του να περιγράψει τις αντιδράσεις της βρετανικής κοινωνίας απέναντι στις ραγδαίες κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που προξενούσε η εκβιομηχάνιση στις απαρχές της (18ος αιώνας).


Η «ηθική οικονομία»

Ο Thompson λοιπόν παρατήρησε ότι το υπό εξέταση πλήθος των βρετανών αντιδρούσε με έναν τρόπο ανεξήγητο υπό το πρίσμα της κλασικής μαρξιστικής Θεωρίας ή υπό το πρίσμα της κλασικής φιλελεύθερης θεώρησης. «Οι αντιδράσεις των βρετανών έμοιαζε να πηγάζουν από ένα πλέγμα κανόνων και αντιλήψεων που επικαθορίζονταν εθιμικά. Ο ρυθμιστικός πλέον ρόλος της αγοράς έφερνε στη ζωή τους και την καθημερινότητά τους αλλαγές που φάνταζαν βίαιες. Αρνούνταν λοιπόν να αποδεχτούν τις αλλαγές, προτάσσοντας ένα είδος λαϊκού ήθους, εθίμων περί δικαίου και παμπάλαιων πολιτισμικών συμφραζόμενων. Αυτό ακριβώς το σύνολο των εθιμικά καθορισμένων αντιλήψεων για τη λειτουργία της οικονομίας θέλησε ο Ε.P. Thompson να περιγράψει με την επινόηση του όρου ηθική οικονομία».

Ο ίδιος ο Thompson δεν αρνιόταν πως η ανάπτυξη των δυνάμεων παραγωγής γεννά τελικά και μια εργατική τάξη, υποστήριζε όμως πως η ταξική ταυτότητα αυτής της τάξης δεν είναι άμεση συνάρτηση των παραγωγικών σχέσεων αλλά αλλοιώνεται από την εμπειρία, που οι εργάτες αποκομίζουν μέσα σε αυτές τις σχέσεις. Και οι εργάτες (περισσότερο ή λιγότερο ανάλογα με την ανάπτυξη της κοινωνίας) ερμηνεύουν τις συνθήκες μέσα στις οποίες ζουν με όρους όχι πάντα οικονομικούς ή κοινωνικούς, αλλά και πολιτιστικούς ή εθιμικούς. Το παραπάνω έξοχο μοντέλο ιστορικής ανάλυσης ακολουθεί και ο Κώστας Φουντανόπουλος στο καίριο βιβλίο του: 1908-1936, εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, θέλοντας να περιγράψει την ανάπτυξη των εργατικών δομών στην ελληνική μεγαλούπολη των αρχών του προηγούμενου αιώνα.

Αυτή λοιπόν η τρίτη ματιά πιστεύω ότι αποτελεί το κλειδί για μια πιο πειστική ερμηνεία των ελληνικών πραγμάτων (στο θέμα που εξετάζουμε) αν θελήσουμε να υπερβούμε ή να συνθέσουμε δεξιόστροφες ή αριστερόστροφες ερμηνείες που φαντάζουν αναληθοφανείς ή παρωχημένες.

Εξάλλου αυτό το μοντέλο ταιριάζει και ανταποκρίνεται στη ραχοκοκαλιά που, όπως προαναφέραμε, επιλέξαμε για να στηρίξουμε πάνω της τη ματιά μας στα κλειστά επαγγέλματα. 

Η συλλογική μας φαντασίωση, λοιπόν, περί μυστικού αείζωου φρέατος επηρεάζει και διαρθρώνει τις σχέσεις μας, τις επαγγελματικές μας περιχαρακώσεις και τη βαθύτατη κοινωνική μας φοβικότητα. Χαμένες στο βάθος της ιστορικότητάς μας, αυτές οι διαρθρώσεις διαμορφώνουν και το τοπίο των σύγχρονων κλειστών επαγγελμάτων μας. Η ακριβέστερα, των περιχαρακωμένων ή αλλοπρόσαλλα προστατευμένων επαγγελμάτων μας.

Από τις πατερναλιστικές συντεχνίες των Τρικούπειων χρόνων στα επαγγελματικά σωματεία και τα ταμεία αλληλοβοήθειας κι από τις εργατικές συνομοσπονδίες στο συνδικαλισμό της δεκαετίας του 1980, η πορεία έχει ενδιαφέρον γιατί οδηγεί εκτός των άλλων στο σύγχρονο φαρμακοποιό που ζητά 400.000,00 € για να πουλήσει μια άδεια που δεν του ανήκει ή στο σημερινό ταξιτζή που απαιτεί 150.000,00 € για μια άδεια που επίσης δεν του ανήκει ή στο σημερινό δικηγόρο που -με εκβιασμούς στην πολιτεία- διευρύνει στο άπειρο τη δικηγορική ύλη έτσι ώστε να επιβάλλεται δια νόμου η -με το αζημίωτο- παράστασή του ακόμα και στις πιο απίθανες δραστηριότητες των πολιτών. Απλές υποθέσεις διοικητικού χαρακτήρα κατακλύζουν τις αίθουσες των δικαστηρίων. Συναινετικά διαζύγια, εξυβρίσεις, προσβολές τιμής, ευτελίζουν τη νομική επιστήμη και παράγουν μια νομολογία φαιδρότητας την ίδια ώρα που στις δικαστικές αίθουσες των δημοκρατικών κρατών της Ευρώπης παράγεται ευφάνταστη νομολογία -και συνείδηση- δικαίου, παράγεται κοινωνικός πολιτισμός και πολιτισμική αξία.

Εδώ και χρόνια, οι πλασματικές υπεραξίες, οι φούσκες, μαζί με την κουλτούρα μιας απάνθρωπης ιδιοτέλειας κατέστησαν την Ελλάδα ως την πιο άδικη κοινωνία της Ευρώπης. Μια κοινωνία που οι αθλιότητες ξεχείλισαν και φθάσαν να αποτυπώνονται ακόμα και στα θέσμιά της· στη νομολογία της ή ακόμα και στο Σύνταγμά της! Βρισκόμαστε όμως τώρα στην άμπωτη των ευρωπαϊκών δανείων. Τα χρήματα που αποτραβήχτηκαν αποκάλυψαν την πραγματικότητα. Ύφεση 5%, και ενάμιση εκατομμύριο άνεργοι, εκ των οποίων οι διακόσιες χιλιάδες, νέοι άνθρωποι με ανώτατο πτυχίο, μεταπτυχιακό και ξένες γλώσσες. Την ίδια ώρα που απόφοιτοι δημοτικού -δωροδοκώντας κάποιον αχρείο πολιτικάντη- υπέκλεψαν μια θέση δημόσιου υπάλληλου κλέβοντας ταυτοχρόνως δια του μισθού τους το δημόσιο ταμείο. Φαντάζει κυνικό αλλά μια αλλαγή ρόλων (απόλυση των μεν-νόμιμη πρόσληψη των δε) δεν θα αποκαθιστούσε απλώς μιαν αδικία, αλλά θα πρόσφερε και στο δημόσιο τομέα έστω μια κάποια ώθηση, μέσα σε μόλις δυο-τρεις μήνες.

Τι κοινωνία αλήθεια! Εδώ και χρόνια το Συμβούλιο της Επικρατείας (ίσως ο μόνος θεσμός που διαχρονικά λειτουργεί -εν δικαίω- στην Ελλάδα της απάτης) έχει αποφανθεί πως οι οικονομικές ή άλλου είδους προστατευτικές διατάξεις υπέρ ενός επαγγελματικού κλάδου είναι αντίθετες με την ελεύθερη επιλογή άσκησης του επαγγέλματος και αντιβαίνουν προς το άρθρο 5 του ελληνικού Συντάγματος. Από το 2003, αλλά και πριν ένα χρόνο με νέα απόφαση, την 1694 του 2011, το Σ.τ.Ε αποφάσισε παμψηφεί με την ολομέλειά του!: «Οι περιορισμοί που τίθενται για την προστασία των οικονομικών συμφερόντων ενός κλάδου με την αποτροπή εισόδου νέων επαγγελματιών, παραβιάζουν τις συνταγματικά κατοχυρωμένες αρχές της οικονομικής και επαγγελματικής ελευθερίας». Τίποτα όμως δεν αλλάζει· πέφτουν οι κυβερνήσεις και κάθε προσπάθεια αλλαγής ξηλώνεται, κάνοντας επίκαιρο εκείνο τον όμορφο στίχο του Τάκη Σινόπουλου: «Και τότε εσμίξαμε κάμποσοι. Κι είπαμε να παλέψει ο καθένας κατά δύναμη να καθαρίσει αυτός ο τόπος από το σκοτάδι του. Μα το σκοτάδι βρωμερό κι αμετακίνητο». 

Παρασυρθήκαμε όμως, κάτω από το βάρος του επίκαιρου. Εμείς θέλουμε να δούμε πώς φτάσαμε σε τούτο το σκοτάδι. Κι αν το σκοτάδι ήταν τέτοιο εξαρχής ή αν αντίθετα ξεκίνησε ως φως που στην πορεία βασίλεψε.

Αναρωτήθηκα ποια φόρμα θα έπρεπε να εμφανίζει μια αναδρομή στην ιστορία των κλειστών επαγγελμάτων. Θα μπορούσε το κείμενο να αρχίζει από τις μεσαιωνικές συντεχνίες και πολύ γρήγορα να φθάνει στον Τρικούπη και τις πρώτες απόπειρες δημιουργίας σύγχρονου κράτους κι έπειτα στην περίοδο του βενιζελισμού όπου εκεί θα δινόταν η μεγαλύτερη έμφαση, αφού είναι η περίοδος που τυπικά εμφανίζονται και οι νομικές διατάξεις προστασίας των επαγγελματικών ομάδων. Την περίοδο του μεσοπολέμου το τοπίο των επαγγελματικών σχέσεων απέκτησε τη μορφή που πάνω κάτω μέχρι σήμερα διατηρεί! Αυτή την περίοδο λοιπόν επιλέγουμε για να αρχίσουμε την ιστορία μας. (Άσχετα εξάλλου με τα κλειστά επαγγέλματα, όποιος θέλει να κατανοήσει τα "γιατί" της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, από τις αλλαγές που συνέβησαν στην Ελλάδα του μεσοπολέμου πρέπει να αρχίσει). Αυτή περίπου η περίοδος θα είναι ο άξονάς μας και η αφετηρία μας. Έχοντας ως ερμηνευτικό βοήθημα το Μεσοπόλεμο θα κινηθούμε μπρος και πίσω (κυρίως πίσω) για να δούμε την εξέλιξη της εργατικής πραγματικότητας και τον τρόπο που διαμορφώθηκε στην Ελλάδα η ιστορία των κλειστών επαγγελμάτων.


Ο Νόμος 281/1914 για τα επαγγελματικά σωματεία

Ο περίφημος νόμος 281 του 1914 καταργεί τις μέχρι τότε συντεχνίες, δηλαδή τις μεικτές ενώσεις εργοδοτών-εργατών (θα αναφερθούμε παρακάτω σε αυτές) και δημιουργεί στη θέση τους τα πρώτα εργατικά σωματεία. Ενώσεις δηλαδή με μέλη μόνο εργαζόμενους.

Βέβαια εμείς εδώ θα αναφερθούμε μόνο σε κάποιες ειδικές παρενέργειες αυτού του νόμου -αλλά και άλλων- του βενιζελικού εκσυγχρονισμού.

Δεν θα εξετάσουμε λοιπόν αν αποτελεί την αφετηρία του εργατικού κινήματος ή την μεθοδική απόπειρα χειραγώγησής του! Εξάλλου σε αυτά απαντούν οι εργασίες στις οποίες παραπέμπουμε (βλ. βιβλιογραφία).

Ολόκληρη η ελληνική εργατική νομοθεσία γεννήθηκε αυτή την περίοδο. Το σχέδιο του βενιζελικού εκσυγχρονισμού αφορούσε όχι μόνο την οργάνωση του κράτους αλλά περισσότερο την οργάνωση της ίδιας της κοινωνίας. Η συμμοριοκρατία, η κλεπτοκρατία και ο κοτζαμπασισμός αποτελούσαν -σχεδόν θεσμικές- δομές της ελληνικής κοινωνίας (παρά τη μεσολάβηση του σπουδαίου Τρικούπη). Η χωρίς όριο εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας(1) στις αστικές περιοχές και η χωρίς όριο τοκογλυφία εις βάρος των μικροαγροτών στην επαρχία, αποτελούσαν φαινόμενα κτηνωδίας που όμως φθάσαν εθιμικά να δικαιολογούνται! (Είναι μεσαιωνικές οι καταβολές των καλφάδων αλλά και των αργυραμοιβών!).

Σε ένα τόσο αρνητικό πλαίσιο λοιπόν, ιδρύεται Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας, Εμπορικά, Βιομηχανικά και Γεωργικά Επιμελητήρια με τους Νόμους 184 και 280 του 1914. Ιδρύονται επίσης οι Γεωργικοί Συνεταιρισμοί με το Ν. 602 του 1914.

Ήταν η πρώτη φορά που δημιουργήθηκε ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο, κάτω από το οποίο θα οργανώνονταν και «θα εκπροσωπούνταν όλες οι κοινωνικές τάξεις τόσο με τη μορφή νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου (επιμελητηρίων) όσο και με την παράλληλη μορφή νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου (συνεταιρισμών για τους αγρότες και επαγγελματικών σωματείων για όλους τους άλλους). Μέσα σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και ο Ν. 281 του 1914 περί επαγγελματικών σωματείων που επιλέξαμε, όχι γιατί είναι ο σπουδαιότερος της περιόδου, αλλά γιατί είναι ο πιο λειτουργικός για το σχήμα που θέλουμε να αναδείξουμε: Τον ελλειπή μετασχηματισμό των (μεικτών) συντεχνιών σε (εργατικά) σωματεία, μαζί με την ταυτόχρονη ύπαρξη ενός ακραίου συνδικαλισμού που ευνοημένος από τη συγκυρία της ρωσικής επανάστασης ευνοεί με τη σειρά του το προϋπάρχον έλλειμμα του ελληνικού φαντασιακού με... άπειρα καύσιμα για τον Εδεμικό παράδεισο.

Κάτω από αυτό το πρίσμα, φαντάζει ως ιδιαίτερα οδυνηρή και κρίσιμη η απουσία τότε ενός σοβαρού σοσιαλδημοκρατικού κόμματος που θα οδηγούσε και σε έναν άλλο, ίσως μετριοπαθέστερο και μεθοδικότερο συνδικαλισμό. Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο Ν. 281 του 1914. Μας ενδιαφέρει το γεγονός ότι με το νόμο αυτό ο Έλληνας πολίτης ωθούνταν για πρώτη φορά να αντιληφθεί την επαγγελματική του υπόσταση και αξία ως αυθύπαρκτο μέγεθος, εκτός της σκέπης και της σφιχτής αγκαλιάς του εργοδότη. Οι μέχρι τότε μεικτές οργανώσεις εργοδοτών-εργατών μεταβλήθηκαν στα ταμεία αλληλοβοηθείας όπου το σκέλος των εργατών αποτελούσαν πια μόνον οι αναξιοπαθούντες και τα άτομα τα χρήζοντα βοήθειας! Οι πολίτες οι ικανοί προς εργασία δεν αλληλοβοηθούνταν αλλά συμμετείχαν πλέον σε ένα δικό τους σωματείο μέσα από το οποίο δεν διακηρυσσόταν πια ως κυρίαρχη σχέση, η σχέση ελεήμονος εργοδότη-επαίτη εργαζόμενου, αλλά σχέσεις αποκλειστικά εργαζόμενων, ενωμένων κάτω από ένα σύγχρονο πλέγμα δικαιωμάτων / υποχρεώσεων και κοινών επιδιώξεων.

Κι απέναντι σε αυτά, η πολιτεία, που σαφώς έπρεπε να εποπτεύει και να ελέγχει όλα τα σωματεία με γνώμονα την αρμονική και ισόρροπη ανάπτυξη της κοινωνίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα και σύμφωνα με τις στρατηγικές ανάπτυξης που είχαν υιοθετηθεί σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο.

Δυστυχώς, ούτε η πολιτεία βρέθηκε πολλές φορές ικανή σε επίπεδο ηγετικής ομάδας να καταρτίσει συνολικές στρατηγικές μακροπρόθεσμης ανάπτυξης ούτε οι Έλληνες πολίτες μπόρεσαν σε ικανό βαθμό να διακρίνουν στόχους, να αντιληφθούν δικαιώματα και υποχρεώσεις γύρω από την έννοια του πολίτη και να καθορίσουν τη στάση τους αποκρούοντας επικαιρικά συνθήματα του θυμικού και της εύκολης δημαγωγίας, που δεν μεταμφιέζουν τίποτε άλλο παρά την ελπίδα που ελλοχεύει στο συλλογικό φαντασιακό του Έλληνα για ανώδυνη δια βίου προσωπική εξασφάλιση εν ανάγκη εις βάρος όλων των υπολοίπων. (Ή όπως δηκτικά το λέει ο Στέλιος Ράμφος: «Νοσταλγούμε μια συνθήκη ευδαιμονίας και μακαριότητος -να κά-α-α-θεσαι-… που συνυπάρχει με τον καημό ενός «ψεύτη ντουνιά» στον ήχο του Ρεμπέτικου».(2)

Η περίοδος Βενιζέλου αποτέλεσε μια από τις ελάχιστες… εκλάμψεις εθνικής ευφυίας, διορατικότητας και μεθοδικής δουλειάς. Δυστυχώς τα κίνητρα και τα διακυβεύματα εκείνων των προσπαθειών παραμένουν εν πολλοίς ακατανόητα αφού φωτίζονται από τους προβολείς είτε ενός μύωπα κομματισμού που προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη φοβική και κοντόφθαλμη επιδίωξη της τότε αστικής επιχειρηματικής τάξης για άμεσο, σίγουρο κέρδος, είτε μιας αριστερίστικης πολιτικάντικης ρητορείας που αδυνατούσε να ξεχωρίσει τις χαρτοπαιχτικές ονειρώξεις από τα σοσιαλιστικά οράματα.

Φαίνεται λοιπόν πως ο εκσυγχρονισμός της ελληνικής κοινωνίας που επιχειρήθηκε εκείνη την περίοδο έμεινε μάλλον ημιτελής. Αυτό φανερώνεται κι από τον υποτονισμό -ακόμα και από την κατοπινή ιστοριογραφία- της συμβολής του Βενιζέλου στο συγκεκριμένο ζήτημα.

Αντίθετα, υπερτονίζεται κυρίως το σκέλος των επιτευγμάτων που σχετίζονται με την εδαφική επέκταση -εντυπωσιακής είναι η αλήθεια- της ελληνικής επικράτειας.

Δίνεται λοιπόν η εντύπωση πως η ελληνική κοινωνία δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ούτε και σήμερα στον καθρέφτη εκείνης της τιτάνιας προσπάθειας για τη δημιουργία ενός δημοκρατικού και ανεξάρτητου κράτους.

Όταν αυτό αρχίσει να συμβαίνει -έστω και με 100 χρόνων καθυστέρηση- τα οφέλη για την ελληνική κοινωνία από τις αλλαγές εκείνης της περιόδου, θα είναι πολλαπλά!

Για έναν εκ νέου στοχασμό όλων μας πάνω στο νόμο 281/1914, ας κλείσουμε τις σκέψεις μας με την παραπομπή μας στην κατακλείδα του Σταύρου Μουδόπουλου (βλ. βιβλιογραφία στο τέλος), ο οποίος σε μια ολοκληρωμένη εργασία του γύρω από τον Ν. 281, υποστηρίζει (διαφοροποιημένος ελαφρά απ’ ό,τι προείπαμε): την καταλυτική και σπουδαία επίδραση του εν λόγω νόμου σε ολόκληρο το εργατικό κίνημα, «αφού πέτυχε να δημιουργήσει μία συνείδηση δικαίου ακόμη και στην εργατική τάξη με αποτέλεσμα την υποταγή της στις ρυθμίσεις του νόμου».

Αν ο Σταύρος Μουδόπουλος έχει τελικά δίκιο, η συμβολή του νόμου 281/1914 στο γκρέμισμα του ελλειμματικού ελληνικού φαντασιακού αποτιμάται κι από αυτήν την πλευρά ως ξεχωριστή και ιδιαίτερη!


Δύο λόγια για τα σινάφια

Για να γίνει σαφής η διαφοροποίηση της μεικτής (εργοδότες-εργάτες) συντεχνίας από το εργατικό σωματείο, θα πρέπει να δούμε πολύ συνοπτικά τη λειτουργία των (μεικτών) συντεχνιών στην Ελλάδα κάτω μάλιστα από τον μανδύα ρομαντισμού που τους προσέδωσε η ιστορική συγκυρία της οθωμανικής κυριαρχίας. Αυτά τα κλειστά σινάφια (esnaf) λοιπόν (ή αλλιώς συντεχνίες) που αποτελούσαν κατά κάποιον τρόπο τις επαγγελματικές οργανώσεις των βιοτεχνών, των εμπόρων ή των τεχνιτών μέσα στους μικρόκοσμους των τότε κοινωνιών, προστάτευαν τα μέλη τους από «ξένους ανταγωνισμούς και επιθέσεις» και εξασφάλιζαν τη μετάδοση της γνώσης και κατ’ επέκταση την οικονομική ευμάρεια. Παράλληλα όμως δημιουργούσαν θεσμούς, καθιέρωναν… οικείους Αγίους, διοργάνωναν δεξιώσεις και εκδρομές και αξίωναν και ρόλο ανθρωπιστικό μέσω της υποστήριξής τους στους αδικούμενους και τους ανέργους, τα ορφανά και τους αναξιοπαθούντες.

Μέσα στο πλαίσιο δε της οθωμανικής κυριαρχίας, οι συντεχνίες, ανάλογα και με τα επαγγελματικά τους επιτεύγματα αλλά και τις κοινωνικές δραστηριότητές τους, κέρδιζαν και έναν εθνικό ρόλο ανάτασης και σιγουριάς.

Πέρα όμως από την ρομαντική μυθολογία δεν πρέπει να αποσιωπούμε τον τρομερά σκληρό, εθιμικό κανονισμό κάτω από τον οποίο λειτουργούσαν. Η επαγγελματική πειθαρχία, το εχέμυθο της μαθητείας, ο σεβασμός της μαστορικής -και πολλές φορές αυθαίρετης- ιεραρχίας, διαφυλάσσονταν συχνά με βίαιες μεθόδους που θυμίζουν μια γκανγκστερική οργάνωση (για να μιλήσουμε με σύγχρονους όρους). Στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, οι συντεχνίες εμφανίζουν μιαν ακόμα ιδιαιτερότητα: αργούν να καταρρεύσουν (ή για την ακρίβεια, δεν καταρρέουν ποτέ).

Σε όλη την Ευρώπη, τα προφυλαγμένα μυστικά και οι επινοητικότητες των συντεχνιών-σιναφιών, άνοιξαν, όταν η εμπειρική γνώση του Μαΐστορα γλίστρησε προς την κατεύθυνση της ευρείας επιστημονικής εκπαίδευσης (πανεπιστήμια, βιομηχανική επανάσταση κλπ). Μέσω της ταυτόχρονης εξάπλωσης των οδικών και των σιδηροδρομικών δικτύων (και των μεταφορών γενικότερα) κοινωνικοποιούνταν ευρέως, όχι βέβαια μόνο η γνώση, αλλά και τα εμπορεύματα. Εκείνη τη στιγμή (19ος αιώνας) άρχιζε στην Ευρώπη η κατάρρευση των συνόρων, ως ένα αποτέλεσμα προόδου και ανάπτυξης. Νέο όχημα παραγωγής ήταν πια ο καπιταλισμός, άγριος κι αιματηρός στην αρχή, ήπιος και... στοργικός-πατερναλιστικός (από το pater = πατέρας) στη συνέχεια, με τον εργοδότη στο ρόλο του πατέρα-αφέντη που προσέχοντας την πολύτιμη υγεία των «παιδιών του», τους εμφυσά την πίστη στην εργασία και στα ιδανικά της επιχείρησης. [Οι αναγνώστες του αφιερώματος στην ανέλκυση -των προηγούμενων τευχών- έχουν παρακολουθήσει με αδρές γραμμές την ανάπτυξη του πατερναλισμού (τεύχη 62, 63 & 64). Η ελληνική εκδοχή του πατερναλισμού -που σχετίζεται και με τα κλειστά επαγγέλματα- έχουμε και σε προηγούμενο τεύχος αναγγείλει, ότι θα αποτελέσει και στο μέλλον θέμα προς δημοσίευση].

Όλα τα παραπάνω έχουν συντελεστεί στην Ευρώπη μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτήν περίπου την περίοδο αποκρυσταλλώνεται για τους ευρωπαϊκούς λαούς η έννοια του πολίτη κάτω από ένα καινούργιο πλέγμα σχέσεων, λαμπρών δικαιωμάτων αλλά και επώδυνων υποχρεώσεων. Αναδύεται η έννοια της ατομικής δυνατότητας και του σεβασμού της προσωπικότητας. Κι όσο πιο πολύ αφαιρούνταν από τους εργοδότες η δυνατότητα να ορίζουν τη ζωή των υπαλλήλων έξω από τα όρια του ωραρίου, τόσο πιο πολύ εκχωρούνταν στην απρόσωπη πολιτεία η αρμοδιότητα να κρίνει και να τιμωρεί ενδεχομένως τους πολίτες της λόγω των εργασιακών λαθών τους ή των ανεπαρκειών τους. (Έτσι διαρθρώνεται η έννοια της υπευθυνότητας). 

Τίποτε από τα παραπάνω όμως δεν συνέβη στην Ελλάδα, που την ίδια περίοδο καθυστερεί κάτω από τον οθωμανικό ζυγό (ή κατ’ άλλους ρεμπελεύει!). Η επανάσταση του 1821 βρίσκει τις (μεικτές) συντεχνίες να αποτελούν τον… παραγωγικό ιστό της χώρας. Η περίοδος των 100 χρόνων από την τυπική δημιουργία νεοελληνικού κράτους (1830) έως την εποχή του βενιζελισμού, αποτελεί την εξόχως φιλόδοξη, πλην όμως αποτυχημένη προσπάθεια (Τρικουπική κυρίως) για μετατροπή του "τυπικού" σε απτή και ουσιαστική οντότητα.

Τονίζοντας γι’ άλλη μια φορά τη μερικότητα με την οποία περιδιαβαίνουμε τις χρονικές περιόδους ας αντιστοιχήσουμε ως μια φιλόδοξη προσπάθεια καταπολέμησης της κλοπής και της καταπάτησης την ίδρυση -από το 1834- του Οργανισμού των Δικαστηρίων και των Συμβολαιογραφείων (αλλά και την ίδρυση του Ποινικού και του Εμπορικού Νόμου, -1835), αλλά και τη δημιουργία τακτικού στρατού που θα προσπαθούσε να ελέγξει μια πλήρως αναρχούμενη χώρα που μαστιζόταν από ενόπλους πρώην ή δυσαρεστημένους επαναστάτες, ληστοσυμμορίες κτλ. Η θεσμοθέτηση -πρώτου απ’ όλα- του συμβολαιογραφικού επαγγέλματος και η περιχαράκωσή του από τότε μέσα σε ένα πλαίσιο αυστηρών προϋποθέσεων είχε "αγνά" και λογικά κίνητρα αφού έγινε για να θωρακίσει πρωτίστως τη δημόσια περιουσία από την κλοπή και την καταπάτηση, σε μια εποχή που όποιος χειριζόταν το κουμπούρι με επιδεξιότητα, μπορούσε να θεωρηθεί κυρίαρχος όλης της επικράτειας! Ο "πατέρας" της διάταξης, ο καθηγητής του πανεπιστημίου του Μονάχου Georg Ludwig Von Maurer είχε την ευθύνη ολόκληρου του σπουδαίου νομοθετικού έργου εκείνης της περιόδου και γνώριζε πολύ καλά πώς να κάνει σωστά τη δουλειά του (γι’ αυτό έχει ονομασθεί ο «Ιουστινιανός της νεωτέρας Ελλάδος»). Αυτό που δεν γνώριζε ο Maurer, είναι πως οι Έλληνες συνεχιστές του, 200 χρόνια μετά, δεν θα αποφάσιζαν να δημιουργήσουν Εθνικό Κτηματολόγιο, το απαραίτητο δηλαδή εργαλείο ώστε ο Συμβολαιογράφος να μπορεί να κάνει αποτελεσματικά τη δουλειά του…

Αλλά και έτερη φιλόδοξη προσπάθεια. Το μεγάλο τεχνικό επίτευγμα του Τρικούπη, ο Σιδηρόδρομος, που είχε σαν στόχο το άνοιγμα των κλειστών δομών μέσα στις οποίες στύβονταν οι αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας· αυτός λοιπόν ο Σιδηρόδρομος νικήθηκε από.. τις συντεχνίες και τα... εσωτερικά διόδια.

 

Αντιδράσεις από τους «μεγάλους»

Η Ελλάδα το 1880 έχει 230 εσωτερικά τελωνεία μέσω των οποίων οι παντοδύναμοι δήμαρχοι-τοπάρχες, συνεχιστές ενός οθωμανικού τύπου διοίκησης, ασκούν την οικονομική πολιτική μιας, κατακερματισμένης σε επαρχίες, επικράτειας. Οι κλειστές διοικητικές δομές των εισπρακτόρων, αλλά και οι τοπικές συντεχνίες δεν ήθελαν καν να συζητήσουν το ενδεχόμενο απελευθερωμένου -σιδηροδρομικού και όχι μόνο- εμπορίου, που θα αφαιρούσε από τα χέρια τους τον δασμολογικό έλεγχο και… τις ρεμούλες. (Ο σιδηρόδρομος παραμένει ελλειμματικός από τότε έως σήμερα για παρόμοιους λόγους).

Στη βενιζελική Ελλάδα του 1915 τα εσωτερικά τελωνεία είναι πια 450! Οι δημοτικοί δασμοί που επιβάλλονται για λόγους... ταμειακής επάρκειας των δήμων αλλά και… προστασίας της εγχώριας παραγωγής ονομάζονται «διαπύλια τέλη» και τυπικά επιβαρύνουν κατά ένα ποσοστό 2-4% τα προϊόντα. Το πραγματικό όμως ποσοστό της επιβάρυνσης ξεπερνούσε πολλές φορές το 50%, αφού οι περιορισμοί στη διακίνηση των εμπορευμάτων θεσμοθετούνταν ώστε να δίνεται στέγη στις ληστρικές αυθαιρεσίες ενός φαύλου κυκλώματος εισπρακτόρων, ενοικιαστών τελών, τοπαρχών, δημάρχων κτλ. Κάθε προσπάθεια δραστήριων παραγωγών να διευρύνουν τις αγορές τους προσέκρουε στις αντιστάσεις όσων λυμαίνονταν τα κέρδη αυτής της εσωστρεφούς δομικής συγκρότησης.

Όλα αυτά προσπαθούσε να καταπολεμήσει και ο αστικός εκσυγχρονισμός του Βενιζέλου, για να ξαναγυρίσουμε σε αυτές τις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο έρχεται ο Ν.281 του 1914 προσπαθώντας να διαμορφώσει στους πολίτες μιαν άλλου είδους εργατική συνείδηση που θα άνοιγε τις κλειστές δομές υπέρ μιας κεντρικής διοίκησης ωφέλιμης σε όλους τους πολίτες, και θα εξοβέλιζε τον ξεπερασμένο πια φασίζοντα πατερναλισμό(3) (των συντεχνιών), που δεν ταίριαζε σε μια κοινωνία πολιτών του 20ου αιώνα. Και όπως προαναφέραμε, η ίδρυση του κεντρικά ελεγχόμενου Υπουργείου οικονομικών αλλά και τα σωματεία και οι συνεταιρισμοί και όλο εκείνο το πλέγμα των νομοθετικών διατάξεων που οι φιλελεύθεροι εκπρόσωποι της (κλεπτικής) κοντόφθαλμης -διψασμένης τότε, μονάχα για άμεσο κέρδος- επιχειρηματικής τάξης, έβριζαν ως σοσιαλιστικό· οι δε εργατοπατέρες-εκπρόσωποι των σωματείων, το κατηγορούσαν ως… χειραγωγό και περιοριστικό των εργατικών δικαιωμάτων.

Το άλμα της ελληνικής κοινωνίας προς μια εθνική συμφιλίωση (και αρμονική συνύπαρξη) δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ αφού ο βαθύς ριζοσπαστικός χαρακτήρας εκείνων των εργατικών διατάξεων δεν κατανοήθηκε από κανέναν.


Αντιδράσεις και από τους «μικρούς»

Σε μια εξαιρετική μελέτη της γύρω από τη «μεγάλη τομή της βιομηχανικής τεχνολογίας», η Χρ. Αγριαντώνη(4) αναφέρει ότι οι αντιδράσεις και αντιστάσεις των κοινωνικών ομάδων που θίγονταν από την εισαγωγή του τεχνικού νεωτερισμού αρχίζει από το μέσον του 19ου αιώνα. Αυτές οι αντιστάσεις, αναφέρει, βρίσκονται πίσω από τη γνωστή βαθύτατη αποστροφή των «μικρομεσαίων» εναντίων των «ονύχων των μεγαλοβιομηχάνων».

Αναφέρει μάλιστα και δυο εξαιρετικά παραδείγματα. Τους κολλήγους της Θεσσαλίας που το 1880 καταστρέφουν τις πρώτες θεριζοαλωνιστικές μηχανές, αλλά και τους καραγωγείς που αντιδρούν, το 1907, κατά των πρώτων λεωφορείων που εμφανίζονται στην οδό Πειραιώς!

Συνεχίζοντας ένα σχετικό συλλογισμό ο Λευτ. Παπαγιαννάκης(5) υποστήριξε ότι οι αντιστάσεις της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στους τεχνικούς -ή άλλου είδους- νεωτερισμούς, «μακροχρόνια αμβλύνθηκαν, παρέμειναν όμως ισχυρές τουλάχιστον μέχρι και το μεσοπόλεμο».

Όχι τυχαία λοιπόν οι αντιστάσεις αρχίζουν να κάμπτονται κατά τη χρονική στιγμή που αναλλοίωτες οι παλαιές κλειστές δομές βρίσκουν τον τρόπο να εκφράζονται μέσα από το νέο πλαίσιο· αλλοιώνοντάς το, σιγά σιγά, σε τέτοιο βαθμό ώστε να παύει να είναι καινοτόμο, δηλ. να μην μπορεί να εκφράσει τη νέα αναγκαιότητα για την οποία δημιουργήθηκε.

Το βενιζελικό όραμα για ένα ολοκληρωμένο θεσμικό πλαίσιο κάτω από το οποίο θα οργανώνονταν και θα εκπροσωπούνταν όλες οι κοινωνικές τάξεις καταποντίστηκε κάτω από την ανυπόφορη διελκυστίνδα επαγγελματικών ομάδων που όσο πιο δυνατές γίνονταν τόσο περισσότερο απομυζούσαν τους ούτως ή άλλως περιορισμένους πόρους μιας κλειστής κοινωνίας. Και οι δύο προηγούμενοι ερευνητές βέβαια (όπως και ο Κώστας Φουντανόπουλος που προαναφέραμε) συμφωνούν ότι η (μη) δεκτικότητα της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον τεχνικό νεωτερισμό δεν μπορεί να ερμηνευτεί αποκλειστικά και μόνο με τους όρους της οικονομικής ιδιοτέλειας. Η έννοια της μαγείας, η δεισιδαιμονία και οι προλήψεις δημιουργούν ένα παμπάλαιο πλέγμα κοινωνικών ιεραρχήσεων και εθιμικών αξιών για τους Έλληνες πολίτες… Είναι μεγάλος πειρασμός να προεκτείνουμε σημειολογικά, έστω το ένα παράδειγμα της Χρ. Αγριαντώνη για να καταλήξουμε μπροστά σε ένα γνωστό διάσημο παράδοξο.

 
Η διάσημη παραδοξότητα

Οι… οδηγοί των κάρων, λοιπόν, διαδηλώνουν (το 1907) κατά της… μηχανοκίνησης! Απαιτούν η δουλειά τους να συνεχίσει να γίνεται με τα κάρα. Κι αν όχι αυτό, έστω να είναι αυτοί οι πρώτοι που θα ευνοηθούν από τη χρήση του νέου μέσου, αφού ως οδηγοί του κάρου… γνωρίζουν τη δουλειά.

Κι αν μέχρι εδώ έχει το πράγμα κάποια λογική, ας δούμε και τη συνέχεια. Όταν πετυχαίνουν την -κατά προτεραιότητα- αδειοδότησή τους, ζητούν εν συνεχεία να έχουν αυτοί το αποκλειστικό προνόμιο του μεταφορικού έργου της τοπικής κοινωνίας. Γνωρίζουν πως με ένα κλείδωμα των αδειών, η οποιαδήποτε αύξηση της (μεταφορικής) πίτας θα ευνοεί παντοιοτρόπως μονάχα τους ίδιους.

Αυτό ακριβώς πετυχαίνουν λοιπόν το 1936, κατά την περίοδο της δικτατορίας του Μεταξά. (Είναι γνωστό πως οι φασιστικές κυβερνήσεις αποτελούν τον καπιταλισμό του εξαθλιωμένου μικροαστού, γι’ αυτό και μεριμνούν -προσπαθώντας να τις προσεταιρισθούν- γι’ αυτές τις κοινωνικές ομάδες). Από εκεί και πέρα οι άδειες ταλαιπωρούνται μέσα στο πλαίσιο μιας κλειστής ομάδας που φθάνει καμιά φορά στο σημείο να λειτουργεί και ως γκανγκστερική συμμορία. Στο παιχνίδι της άθλιας ψηφοθηρίας μπαίνει αργότερα και η κυβέρνηση Καραμανλή που το 1956 επεκτείνει τις άδειες φορτηγών δημοσίας χρήσεως και στα τρίκυκλα!

Λίγα χρόνια μετά -το 1963- ο βουλευτής Χρ. Λαμπράκης, δολοφονείται από την γκανγκστερική επίθεση δύο εποχούμενων τρικυκλιστών μεταφορέων, του Σπ. Γκοτζαμάνη και του Ε. Εμμανουηλίδη, που μάλλον ξεπληρώνουν το χρέος τους στο τότε παρακράτος. Μετά το έγκλημα λοιπόν, είναι που ο Καραμανλής -μάλλον αληθινά σοκαρισμένος- αναφωνεί τη διάσημη παραδοξότητα: «Ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;»

Θα θέλαμε να αναφέρουμε σε αυτό το σημείο ότι αναδεικνύεται ένα τραχύ και απόλυτο ύφος των λεγομένων μας, όμως αυτό το ύφος πηγάζει από μια εκρηκτική ελληνική κοινωνική κατάσταση η οποία με τη σειρά της διαμορφώνεται ή επηρεάζεται εκτός των άλλων και από τα κλειστά επαγγέλματα.

Αυτό όμως το απόλυτο ύφος δεν ακυρώνει, ούτε παραγνωρίζει τον τρομερά σημαντικό και θετικό  ρόλο των συντεχνιών τον 10ο ή τον 12ο αιώνα, όταν αυτός ο τρόπος κοινωνικής και επαγγελματικής ανάπτυξης δημιουργούσε στις μικρές αποκομμένες τοπικές κοινωνίες γνώση, εκπαίδευση, και τεχνική καινοτομία σε σχέση με το πρότερο καθεστώς άγνοιας και δεισιδαιμονίας που ευνοούσαν οι αμιγώς αγροτικές, φτωχές αναπτυξιακές δομές.

Τα ίδια ισχύουν και για τον πατερναλιστικό καπιταλισμό που πραγματικά ήταν ήπιος και επιθυμητός σε σχέση με το προηγούμενο -σχεδόν κτηνώδες και απάνθρωπο- μοντέλο.

Όταν όμως ξεπεράστηκε ο ιστορικός τους ρόλος, η συνεχιζόμενη υιοθέτησή τους από κάποιες κοινωνίες ως μοντέλα ανάπτυξης οδήγησε σε απάνθρωπα αδιέξοδα. Το απόλυτο ύφος μας λοιπόν θέλει ακριβώς να τονίσει αυτά τα αδιέξοδα.

Μετά από την παραπάνω επισήμανση ας ξαναγυρίσουμε στο Ν. 281 κι ας δούμε έναν ακόμη λόγο που η Συντεχνία -με τις κλειστές δομές της και τον Μαΐστορα ως επικεφαλής της- δεν μετασχηματίστηκε ποτέ στο αμιγώς εργατικό συνδικάτο, που ο 281 προέβλεπε!

 

Εργολαβίες και κληρονομικές μεταβιβάσεις

Η θέση λοιπόν του πρώην Μαΐστορα, μεταλλάχθηκε στη γνωστή μορφή του εργολάβου έργου! Ενώ δρούσε τυπικά ως εργάτης και ανήκε στο (νέο) εργατικό συνδικάτο, αυτός, ο πρώην αρχιτεχνίτης, δρούσε στην ουσία, συχνότατα, ως εργοδότης, προσλαμβάνοντας άλλους εργάτες, δουλεύοντας όμως ταυτόχρονα κι ο ίδιος μαζί τους. Αυτό το λειτουργικό μοντέλο που επιζεί στην ουσία ως τις μέρες μας οδήγησε στη θεσμοθέτηση νόμων προστατευτικών όχι υπέρ ενός δίκαιου και συνολικού εργατικού κινήματος αλλά στην ουσία υπέρ μιας μεταμφιεσμένης συντεχνίας που μέσα της δρουν και βιοπορίζονται πάτρωνες-αρχιμάστορες από τη μια μεριά και εκμεταλλευόμενοι εργάτες από την άλλη.

Η πρακτική -με λίγα λόγια- μεταβίβασης της γνώσης ή μεταβίβασης των προνομίων από τον έναν αρχιτεχνίτη σε κάποιον άλλο έπρεπε νομοθετικά να κατοχυρωθεί. Αυτού του είδους η νομιμοποίηση έπαιξε ρόλο στη διαμόρφωση των νομοθετικών διατάξεων των κλειστών και κατοχυρωμένων επαγγελμάτων. «Όλαι αι οργανώσεις ζητούν την μονοπώλησιν των εργασιών δια της αναγνωρίσεως ατομικού βιβλιαρίου ειδικότητος εκδιδομένου παρ’ αυτών… Επιδιώκουν έτσι να επαναφέρουν τα κατά τον Μεσαίωνα λειτουργούντα métier τα οποία κατήργησεν η Γαλλική επανάστασις». (Επιθεώρησις εργασίας, Περίληψης εκθέσεως… δια τα έτη 1927-1927, Κώστας Φουντανόπουλος: 1908-1936…).

Όσο η γνώση μεταδιδόταν στον τόπο δουλειάς, μέσω της μετάδοσης εμπειρίας και μυστικών ανάμεσα στα μέλη της συντεχνίας -από τον Αρχιμάστορα στον Κάλφα κι από κει στο Τσιράκι κτλ- ήταν λογική η απαίτηση της συντεχνίας να πιστοποιεί η ίδια το βαθμό της εξειδίκευσης των εργατών-μελών της. Μετά την ίδρυση όμως των πανεπιστημίων και των τεχνικών σχολών -1300 στην Ευρώπη, 1835 στην Ελλάδα- η πολιτεία ήταν υπεύθυνη για την εκπαίδευση των πολιτών της... Η Γαλλική επανάσταση λοιπόν -υπ’ αυτής της εννοίας- έδρασε… λογικά. Γαλλική επανάσταση στην Ελλάδα βέβαια δεν είχαμε, γι’ αυτό και δεν είναι παράξενο που όχι μόνο τα ταξί μας αλλά και οι δικηγόροι μας λειτουργούν λίγο πολύ σαν τις μεταμφιεσμένες συντεχνίες που αναφέραμε.

Κάναμε λόγο για τις προεπαναστατικές δομές οικονομικής ανάπτυξης που έπαιξαν το ρόλο τους στις επαγγελματικές περιχαρακώσεις. Αναφερθήκαμε και στις μικροϊδιοτέλειες που δημιουργούσαν προσκόμματα σε ένα ελληνικό άνοιγμα στον κόσμο και που εδράζονται σε παμπάλαιες εθιμικές και πολιτισμικές αντιλήψεις που έχουν οι Έλληνες διαμορφώσει στην ιστορικότητά τους.

Αφήσαμε για το τέλος την αναφορά σε ένα εξωγενές συμβάν που λειτούργησε ως ισχυρός παράγοντας στη διαμόρφωση των κλειστών επαγγελμάτων.

Πριν όμως αναφερθούμε στο προσφυγικό ζήτημα που ενέσκηψε στον ελλαδικό χώρο μετά τη μικρασιατική καταστροφή, ας κάνουμε -τελευταία μα όχι ασήμαντη- μια ακόμα επισήμανση προς άρση πιθανών παρεξηγήσεων.

Οι ρυθμιστικοί νομοθετικοί κανόνες που αφορούν μια επαγγελματική κατηγορία είναι υπό προϋποθέσεις και θεμιτοί αλλά και απαραίτητοι. Ακόμα και σε μια σύγχρονη ανοικτή οικονομία, αν σε ένα κράτος συμβεί κανένας από τους πολίτες του να μην ενδιαφέρεται να γίνει π.χ. γιατρός, τότε αυτό το κράτος είτε θα προσπαθήσει -νομοθετικά - να καταστήσει την… υπό εξαφάνιση επαγγελματική δραστηριότητα πιο θελκτική, είτε θα προχωρήσει στην εισαγωγή ιατρικού προσωπικού από μιαν άλλη κοινωνία. Οι παρεμβάσεις αυτές μπορεί να είναι βραχείες ή πιο μόνιμου χαρακτήρα ανάλογα με την πορεία του… προβλήματος και τη σπουδαιότητα της επαγγελματικής δραστηριότητας. Και αυτό που ισχύει για μια σύγχρονη οικονομία, είχε βέβαια ακόμα μεγαλύτερη ισχύ στην ελληνική κοινωνία του μεσοπολέμου (ή νωρίτερα).

Αν ο Βενιζέλος δεν κατοχύρωνε νομοθετικά (με νόμο του 1930) το επάγγελμα του μηχανικού-αρχιτέκτονα, κανείς δεν θα αποφάσιζε εκείνη τη δύσκολη εποχή να περάσει το επώδυνο μαρτύριο των ανώτατων σπουδών για να ασκήσει ένα επάγγελμα του οποίου οι απολαβές φάνταζαν αβέβαιες και πενιχρές αφού αντανακλούσαν την ανάπτυξη ενός κλάδου κατασκευών που τότε ήταν στα σπάργανα! (Οι ελάχιστες -ποσοστιαίες- αμοιβές τους πάντως, κατοχυρώνονται λίγο αργότερα -το 1938- επί Μεταξά).

Μετά κι από αυτήν την επισήμανση, ας έρθουμε στον τρόπο που επέδρασε η προσφυγιά στο κλείσιμο των επαγγελμάτων.

 

Η προσφυγιά και το κλείσιμο των επαγγελμάτων

Η ανεργία στην Ελλάδα οξύνθηκε κατά τον 1ο παγκόσμιο πόλεμο εξαιτίας την συρρίκνωσης ολόκληρων παραγωγικών κλάδων. Έγινε όμως ακόμα εντονότερη όταν ένα κράμα «προσφύγων δυναμένων να εργασθούν, αποστρατευθέντων εφέδρων και τραυματιών, αναπήρων πολέμου»(6) επέστρεψε στην Ελλάδα ψάχνοντας κάποια μορφή απασχόλησης. Για να αντιμετωπίσει αυτήν την κατάσταση το κράτος πρότεινε την μείωση των ημερομισθίων ώστε να προωθηθεί η ανάπτυξη (σας θυμίζει κάτι αυτό;). Αντίθετα, τα σωματεία επέλεξαν την εκ περιτροπής εργασία, που δεν ήταν τίποτε άλλο από μιας μορφής ελαστικοποίηση ωραρίου, που όμως επιλεγόταν από τους εργαζόμενους. Ανάλογα με τον κλάδο που παρουσίαζε την ανεργία, τα σωματεία επενέβαιναν και μοίραζαν την δεδομένη προσφορά εργασίας στο σύνολο των -συνδικαλισμένων- εργατών τους. Απαίτησή τους φυσικά να προσλαμβάνονται για μεροκάματο μόνο εργάτες μέλη τους (δηλ. συνδικαλισμένοι).

Έχει μεγάλο ενδιαφέρον να μελετήσει κανείς τον τραγέλαφο της διελκυστίνδας αυτής της εποχής. Από τη μια μεριά τα σωματεία να εκδίδουν βιβλιάρια εργασίας για την εκ περιτροπής εργασία των μελών τους, από την άλλη μεριά η πολιτεία δια της αστυνομίας να εκδίδει τα δικά της βιβλιάρια εργασίας που εντόπιζαν κι απέκλειαν από την εργασία «κουμμουνιστάς και άλλα επικίνδυνα στοιχεία».

Πίσω από τον τραγέλαφο βέβαια, αποτυπωνόταν η τραγωδία μιας κοινωνίας που δεν μπορούσε να λειτουργήσει αρμονικά δίνοντας λύσεις στα προβλήματα, αλλά αντίθετα επινοούσε διαρκώς τριβές, δικτατορίες και πραξικοπήματα σε έναν διαρκή επαναλαμβανόμενο εμφύλιο πόλεμο.

Ας γυρίσουμε όμως στην εκ περιτροπής εργασία και τα βιβλιάρια εργασίας που εξέδιδαν τα σωματεία και που τελικά επικράτησαν αφού αναγνωρίστηκαν αυτά ως ισχύοντα, από τους εργοδότες και το κράτος.

Για να λειτουργήσει έστω πρόσκαιρα το μέτρο της εκ περιτροπής εργασίας έπρεπε να τηρηθούν δύο όροι. Οι συνδικαλισμένοι εργάτες να αποδεχτούν ότι δεν θα εργάζονται κάθε μέρα κι επίσης να διασφαλιστεί πως δεν θα εμφανιστούν νέοι υποψήφιοι εργάτες στους κλάδους που πλήττονταν!

Πολλά λοιπόν από τα επαγγέλματα έκλεισαν μέσω "πρωτοκόλλων" που υπέγραφαν εργάτες / εργοδότες, ή, μέσω νομοθετικών πράξεων, εκείνη την περίοδο, από το φόβο της πίεσης που (θα) ασκούσαν οι πρόσφυγες ψάχνοντας απεγνωσμένα για δουλειά! Ειδικά μετά το 1922!

(Κι από την πλευρά του κράτους όμως, αυτός ήταν ένας βολικός τρόπος τεχνητής -και βραχυπρόθεσμης- μείωσης της ανεργίας αλλά και των κοινωνικών εντάσεων που αυτή προκαλεί, παρόλο που οι Επιθεωρητές Εργασίας κάνουν λόγο στις εκθέσεις τους «για αναβίωση των συντεχνιακών θεσμών και καταστρατήγηση του πνεύματος και των νόμων της ελεύθερης αγοράς εργασίας». ΥΕΟ: περίληψις εκθέσεων… δια τα έτη 1927-28 από το βιβλίο του Κώστα Φουντανόπουλου: 1908-1936…).

Ίσως αυτή η παράμετρος της προσφυγιάς, στο βαθμό που επέδρασε στο κλείσιμο των επαγγελμάτων, αποτελεί και την πιο μελανή σελίδα όλης αυτής της ιστορίας (γι’ αυτό και αναφέρθηκε ως κατακλείδα). 

Η γενικότερη βέβαια στάση της ελληνικής κοινωνίας απέναντι στον Ξένο, τον Αλλοδαπό, είναι φοβική και ρατσιστική κι αυτό αποτυπώνεται και στη Συνταγματική μας ιστορία! Αλλά και στην επαγγελματική μας νομοθεσία. (Μέχρι πριν από λίγα χρόνια πάμπολλες επαγγελματικές ομάδες είχαν αδικαιολόγητους περιορισμούς σχετικούς με την ιθαγένεια των μελών τους. Οι δε πανεπιστημιακοί αρνούνται έως σήμερα να εφαρμόσουν νόμο που ψηφίστηκε με συντριπτική πλειοψηφία και προβλέπει ότι οι πρυτάνεις μπορούν να εκλέγονται με διεθνή διαγωνισμό)! Στην περίπτωση όμως της μικρασιατικής προσφυγιάς και του βαθμού που αυτή επέδρασε στο κλείσιμο των επαγγελμάτων, ο ρατσισμός και η φοβικότητα στρέφεται κατά των συνελλήνων. Δεν αποκλείεται πια ο αλλοδαπός από δουλειά αλλά ο συνάνθρωπός σου, για τον ξεριζωμό τού οποίου μάλιστα, η μαμά Ελλάδα έφερε και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης.

Κι αν το άλλοθι «προστατευτήκαμε για να ζήσουν τα παιδιά μας καλύτερα» φάνταζε τότε από κάποιους ως αληθές και λογικό, σήμερα γνωρίζουμε ότι ήταν πέρα για πέρα ψευδές ή λανθασμένο.

Η ώθηση που έδωσαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες στην νεοελληνική κοινωνία ήταν πέρα για πέρα συγκλονιστική, αφού έφερναν στις αποσκευές τους μια κοινωνική οργάνωση και μια κουλτούρα σαφώς περισσότερο αναπτυγμένη από αυτή των Ελλαδιτών συμπατριωτών τους. Αν είχαν τότε αντιμετωπιστεί με σεβασμό και πρόθεση αλληλεγγύης, η προσφορά τους στην ελληνική κοινωνία θα ήταν ακόμα μεγαλύτερη.

Ή, να το πούμε κάπως παράδοξα. Τα παιδιά των σύγχρονων Ελλήνων θα ζούσαν πραγματικά καλύτερα, αν οι Μικρασιάτες του 1922, δεν είχαν αντιμετωπισθεί ως παρείσακτοι εισβολείς και μιάσματα.

Τελειώνοντας αυτό το αφιέρωμα στα κλειστά επαγγέλματα, ελπίζουμε -ως περιοδικό- να δόθηκαν στους αναγνώστες οι απαραίτητες πληροφορίες ώστε να κατανοηθεί η πορεία προς την περιχαράκωση και την προστασία των επαγγελματικών δραστηριοτήτων με τον ιδιόμορφο -πέρα για πέρα ελληνικό- τρόπο.

(Επίσης ελπίζω να...προτρέψω κάποιους από τους αναγνώστες να μετακινηθούν -από τη συνήθη ερμηνεία του πήγνυμι>πηγή>πηγάδι που αναφέραμε στην αρχή πως σήμαινε: μπήζω πασσάλους- σε μια δεύτερη σημασία που είχε το ρήμα πήγνυμι και ήταν: συναρμολογώ αντικείμενα)!

Δυστυχώς δεν υπάρχει ένα... αποκλειστικό βιβλίο για τα κλειστά επαγγέλματα. Όλες μας όμως οι βιβλιογραφικές προτάσεις, που ακολουθούν παρακάτω, αποτελούν ολιγοσέλιδες και εξαιρετικές εργασίες πάνω σε σχετικά με το θέμα ζητήματα.

Έμεινε βέβαια για το επόμενο τεύχος μια εκκρεμότητα. Ένας σύντομος σχολιασμός (και σταχυολόγηση) των σημαντικότερων συμπερασμάτων από μία έρευνα που διενεργήθηκε, πριν μερικά χρόνια, από το ΚΕΠΕ γύρω από την επίδραση στην ελληνική κοινωνία της απελευθέρωσης των επαγγελμάτων (απελευθέρωση που τυπικά συντελέστηκε προ ενός έτους).

Διαβάζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας, απορεί κανείς από πού προκύπτει τόσα χρόνια ο πανικός, και γιατί η  απελευθέρωση δεν έγινε νωρίτερα ώστε τα αποτελέσματά της να αξιολογηθούν ξέχωρα και να μην συμπέσουν με τον ανεμοστρόβιλο της χρεοκοπίας και της γενικής κατάρρευσης. Αυτά όμως, μετά το καλοκαίρι, μαζί με ένα αφιέρωμα στην “Πιστοποίηση”, που προγραμματίζουμε από τα φθινοπωρινά τεύχη και μετά.

                                                           Καραπαναγής Αποστόλης

Υποσημειωσεις

1. Στα βυρσοδεψεία του 1910, πάνω από το 50% των απασχολούμενων ήταν ανήλικοι -Πηγή G. Hering, Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, σ. 836- και μάλιστα αποτελούσαν πια όχι φουρνιά μαθητείας, αλλά φθηνή εργατική δύναμη σε μια σιωπηρή συμφωνία εργατών-εργοδοτών!

2. Βλ. Στέλιος Ράμφος: Time out - η ελληνική αίσθηση του χρόνου.

3. Και ο φασισμός ως φαινόμενο με λαϊκό έρεισμα, εμφανίζει πατερναλιστικές δομές με τον ηγέτη σε ρόλο πάτρωνα (patronus<pater = πατέρας) και τους πολίτες-υπήκοους στο ρόλο των τέκνων.

4. Χρ. Αγριαντώνη: Προς τη βιομηχανική τεχνολογία: οι συντεταγμένες της μεγάλης τομής, από τον τόμο του τριημέρου εργασίας γύρω από τη Νεοελληνική τεχνολογία, Πάτρα 1998.

5. Τεχνικές, αγορά, χώρος, Λευτέρης Παπαγιαννάκης, από τον τόμο του τριημέρου εργασίας γύρω από τη Νεοελληνική τεχνολογία, Πάτρα 1998.

6. Αλ. Σβώλος, «ο αγών κατά της ανεργίας», Ελεύθερον βήμα 21/01/1923, από το βιβλίο του Κώστα Φουντανόπουλου: 1908-1936, εργασία και εργατικό κίνημα στη Θεσσαλονίκη, εκδ. Νεφέλη.

 

Σύνοψη για μία βιβλιογραφία του… Μεσοπολέμου 

Επισημαίνω ξανά τη μερικότητα με την οποία μοιραία αντιμετωπίζουμε σύμπλοκα προβλήματα της μεσοπολεμικής περιόδου. Οι αιτίες ευόδωσης ή αποτυχίας ενός ακόμη εκσυγχρονισμού (προηγήθηκε ο Τρικουπικός) δεν μπορούν βέβαια να ερμηνεύονται απλοϊκά μέσω του… ελλειμματικού ελληνικού φαντασιακού. Όποιος θέλει να διερευνήσει την πορεία του βενιζελικού εκσυγχρονισμού με ολοκληρωμένο τρόπο μπορεί να ανατρέξει στις παρακάτω συνοπτικές αλλά καίριες μελέτες που προτείνουμε: για το νόμο 281/1914 βλέπε: Σ. Μουδόπουλος, Ο Ν. 281/1914 για τα επαγγελματικά σωματεία. Για τα ιδιαίτερα προβλήματα του βενιζελικού εκσυγχρονισμού βλέπε: Γ. Θ. Μαυρογορδάτος, Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός. Για το πρόβλημα της μικρασιατικής προσφυγιάς σε σχέση με τον αστικό σχεδιασμό βλέπε: Βίλμα Χαστάογλου, Η ανάδυση της νεοελληνικής πόλης. Για το ανισοβαρές αποτέλεσμα της αγροτικής μεταρρύθμισης βλ: Κώστας Κωστής, Αγροτική μεταρρύθμιση και οικονομική ανάπτυξη στην Ελλάδα 1917-1940. Για τις πολιτικές απέναντι στην κρίση του 1929 βλ: Mark Mazower, Οικονομική πολιτική 1932-1936. Για την αδυναμία της ελληνικής αστικής επιχειρηματικής τάξης να κατανοήσει το βενιζελικό εκσυγχρονισμό βλ: Γ. Ληξουριώτης, Προστατευτικός νομοθετικός παρεμβατισμός και εμφάνιση του εργατικού δικαίου και Χ. Χατζηιωσήφ, Η βενιζελογενής αντιπολίτευση στο Βενιζέλο. Όλες οι παραπάνω εργασίες περιέχονται στο εξαιρετικό τομίδιο: Βενιζελισμός και αστικός εκσυγχρονισμός, Π.Ε.Κ. 

Επίσης για τα “δεινά” εξαιτίας της απουσίας σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στην Ελλάδα (και κατ’ επέκταση, μετριοπαθούς συνδικαλισμού), βλ: Γ.Θ. Μαυρογορδάτος, Η αυγή της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, από το τομίδιο: Αλ. Παπαναστασίου, Θεσμοί, ιδεολογία και πολιτική στο Μεσοπόλεμο, Αθήνα, πολύτυπο, 1987.

Επίσης ολιγοσέλιδες και περιεκτικότατες εργασίες σε σχέση με τις διαφορετικές ιστορικές ερμηνείες γύρω από την αγροτική μεταρρύθμιση και τις απόπειρες μεσοπολεμικής εκβιομηχάνισης αποτελούν και τα κείμενα των: Ευγενία Μπουρνόβα, Η ελληνική ιστοριογραφία απέναντι στην αγροτική μεταρρύθμιση και Γιώργος Προγουλάκης, Οι Έλληνες ιστορικοί και το πρόβλημα εκβιομηχάνισης μεταξύ των δύο πολέμων. Αυτά τα δύο τελευταία κείμενα περιέχονται στο εξαιρετικό δίτομο συλλογικό έργο του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών: Ιστοριογραφία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας 1833-2002 (τ.β).

Και βέβαια σημαντικά είναι και τα έργα στα οποία παραπέμπουν οι υποσημειώσεις που έχουν ήδη παρατεθεί ή μνημονεύονται στο σώμα του κειμένου.

Χαρακτηριστικά άρθρα

Χαρακτηριστικα αρθρα

«Το πάγκρυφον – ή αλλιώς – ο μέγας ερειπιών των προσωπικών καταλοίπων»

«Το πάγκρυφον – ή αλλιώς – ο μέγας ερειπ…

11 July, 2013

  τ. 58, Σεπτέμβριος 2009 Αν ο Lewis Mumford (Τεχνική και Πολιτισμός, 1934), ...

Χαρακτηριστικα αρθρα

Ιστορία της ανέλκυσης

Ιστορία της ανέλκυσης

11 July, 2013

    Τ.61, Ιούνιος 2010   ΜΕΡΟΣ Χ: ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΕΠΟΧΗ - ΟΡΥΧΕΙΑ & ΑΝ...

Χαρακτηριστικα αρθρα

Η Ανέλκυση στα βιβλία

Η Ανέλκυση στα βιβλία

11 July, 2013

          Μια σχολιασμένη βιβλιογραφία τ. 68, Μάρτιος 2012. Μι...

Χαρακτηριστικα αρθρα

Το ανεξάντλητο πηγάδι των κλειστών επαγγελμάτων

Το ανεξάντλητο πηγάδι των κλειστών επαγγ…

11 July, 2013

τ. 69, Ιούνιος 2012 «Και το ανέκδοτο λέει: “Να ’ναι καλά το πηγάδι”! Διότι αφού αντλούσ...

Back to top